Αρχική > Blogroll, Εικονομία, Ιδέες > Εικονομία: Μύθος 3 – «Αντιφασισμός»

Εικονομία: Μύθος 3 – «Αντιφασισμός»

30/10/2007

Δακτυλογραφώ, αντιγράφοντας ασύστολα [δηλαδή, άνευ συστολής] και… αυτονόητα [δηλαδή, για λόγους που κανείς πια δεν κατανοεί] από το φυλλάδιο, που έγραψε ο Θανάσης Παπαράλλης, εκδότης της Εικονομίας,

«Εσωτερικό Κείμενο
Επαναπροσανατολισμού»:
Ζητήματα Ολοκλήρωσης Συστήματος:
Αντιεξουσιαστικός Χώρος

Ώρα Μηδέν

που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι από τις Bootleg Εκδόσεις «Εικονομία», και δη το κεφάλαιο «Μύθος 3 – «Αντιφασισμός» [σελ. 24-28]. [Διατηρώ την ορθογραφία και τις υπογραμμίσεις του πρωτότυπου, αλλάζω αυθαίρετα (δηλαδή, εδώ δεν… ψηφίζουμε) το μέγεθος των παραγράφων, για λόγους ιντερνετικής… εικονομίας, προσθέτω κάποια «κόμματα» εδώ κι εκεί, και υπογραμμίζω κατά το δοκούν.]

Σχετικά ιστοσημειώματα:

Εικονομία: “Εσωτερικό Κείμενο Επαναπροσανατολισμού” [Τα περιεχόμενα του φυλλαδία και ο «Πρόλογός» του.

Εικονομία – Πρόλογος ή Επίλογος: “Η σύνοδος της G8″ [Αποσπάσματα από το κείμενο «Πρόλογος ή Επίλογος»]

Εικονομία: Ο Ιός Συστήματος “Παγκοσμιοποίηση” [Πληροφορίες για το περιοδικό Εικονομία (όχι για το φυλλάδιο «Εσωτερικό κείμενο επαναπροσανατολισμού) και το κείμενο που δημοσιεύτηκε σ’ αυτό «Χωροχρονικές Στρεβλώσεις: Οι Επικυρίαρχοι«]

 

Μύθος 3 – «Αντιφασισμός»

Απ’ ότι έγινε μέχρι τώρα κατανοητό, μέσα σ’ αυτό το κείμενο δεν προβαίνουμε σε κάποιες θεωρητικές κι ακαδημαϊκές διορθώσεις όρων, αλλά αντίθετα προσπαθούμε να απαλείψουμε κριτικά πρακτικές ολέθριες, όπως είδαμε, για το κίνημα και που ήδη κοντεύουν να το μετατρέψουν σε έναν ασυνάρτητο κι ακίνδυνο τομέα μόδας: το ίδιο σκοπεύουμε να κάνουμε με το ιδεολόγημα του «αντιφασισμού», ενός αριστερής προέλευσης αναχρονισμού, που έχοντας εγκατασταθεί από καιρό τώρα στον χώρο σαν αξονική, συγκροτητική του φαντασίωση, τον μετατρέπει γοργά σε κάτι που ανησυχητικά αρχίζει να μοιάζει σε «νεολαία Λαμπράκη» ή σε μαοϊκό γκρουπάκι της μεταπολίτευσης.

Και η επαναφορά αυτού του πολιτικού νεαντερταλισμού από «κάποιους», θα ‘μασταν αρκετά αφελείς να πιστέψουμε πως ανταποκρίνεται μονάχα στο πραγματικό πισωγυρισμένο και άθλιο κριτικό επίπεδο του χώρου: κι αυτό γιατί η χρήση τέτοιου είδους αρχαϊκού πολιτικού λεξιλογίου κρύβει πίσω της συγκεκριμένα συμφέροντα, που κυριολεκτικά τρέμουν μπροστά στο ενδεχόμενο ενός ριζοσπαστικού βαθαίματος του αντιεξουσιαστικού λόγου, όπως ακριβώς ο διάβολος μπροστά στο λιβάνι.

Κι ας μην ξεχνάμε πως είναι μάλλον δύσκολο να κατηγορηθούν σαν «φασιστικές», οι εταιρείες που πουλάν «προοδευτικό» εμπόρευμα, όσο και οι αρχηγίσκοι που ασύστολα το προμοτάρουν. Κι έτσι κρατούν με την προπαγάνδα τους το επίπεδο της κριτικής σε τέτοια επίπεδα, που θα ‘ναι προφανώς ακίνδυνη για τους ίδιους και τα συμφέροντά τους: και κάπου εδώ θα παραθέσω ελαφρά παραλλαγμένο ένα σύνθημα γραμμένο στους τοίχους της θεολογικής: πως «οι ιδεολόγοι έχουν μια βασική ομοιότητα με τις πυγολαμπίδες: και οι δυο για να λάμψουν, χρειάζονται σκοτάδι«

Και μάλλον δύσκολα μπορεί να αντικρουστεί το γεγονός πως πάντα οι κάθε λογής και χρώματος αφεντάδες, θέλοντας να κυβερνήσουν τον λαό, δεν φρόντιζαν να ανεβάσουν το δικό τους επίπεδο νοημοσύνης: βλέπεις ήταν κατά πολύ ευκολότερο να κατεβάσουν αυτό του λαού…

Και μιας και οι «υπέροχες» εκείνες εποχές που η γνώση της γραφής και της ανάγνωσης ήταν θανάσιμο αμάρτημα για το «κοπάδι» έσβησαν οριστικά, οι επίδοξοι «ελευθεριακοί» ιδιοκτήτες μας στην θέση του μεσαιωνικού σκοταδισμού χρησιμοποιούν το σύγχρονο «ψηφιακό» ομόλογό του: την ενσωματωμένη σε εμπορεύματα ιδεολογία τους, το θέαμά τους. Έτσι λοιπόν φροντίζουν να κατεβάζουν το επίπεδο εκεί που συμφέρει τόσο στους ίδιους όσο και στο σύστημα που τους προσέλαβε.

Τα από δεκαετίες αδειασμένα από νόημα αυτά ιδεολογήματα, ο «αντιφασισμός», ο «αντιρατσισμός», κτλ., δεν κάνουν κάτι διαφορετικό από το να αποπροσανατολίζουν το αντιεξουσιαστικό κίνημα, και να το κρατούν μέσα στις λογικές συστήματος, αφήνοντας έτσι πάντα ανοιχτή την κερκόπορτα σε μια πανεύκολη πολιτική του υπερκέρωση.

Κάθε αντιφασιστική ή παρόμοια αναχρονιστική νότα, τραβά το κίνημα κάποιες δεκαετίες πίσω, τότε που ακόμα υπήρχαν φασίστες και ο αποπροσανατολισμός του είναι «ηλίου φαεινότερος»: γιατί περιγράφοντας τον σύγχρονο καπιταλισμό σαν ρατσιστικό, φασιστικό ή εθνικιστικό, το στρέφει όχι ενάντια στις εμπροσθοφυλακές του συστήματος, αλλά ούτε καν ενάντια στις οπισθοφυλακές του, το στρέφει ενάντια στο απόλυτο κενό, ακριβώς όπως τον Δον Κιχώτη ενάντια στους ανεμόμυλους.

Αλλά το κακό δεν σταματά εκεί, γιατί χρησιμοποιώντας συνθήματα μιας ξεχασμένης μέσα στην άβυσσο του χρόνου εποχής, και ζητώντας έτσι από τον καπιταλισμό να ολοκληρωθεί την στιγμή που από δεκαετίες τώρα το ‘χει ήδη κάνει, το κίνημα βάζει από μόνο του το κεφάλι του πάνω στον πάγκο της αφομοίωσης και η υπερκέρωσή του από κει και πέρα είναι απλά στην απόλυτη δικαιοδοσία του συστήματος, που παίζοντας πια εντός έδρας μπορεί με τα ΜΜΕ και τους πολιτικούς του να εκτονώσει ακαριαία την όποια κίνησή του.

Πρακτικά το ανατρεπτικό κίνημα χρησιμοποιώντας τα παρωχημένα αυτά ιδεολογήματα αυτοϋποβιβάζεται σε δημοκρατικό: ζητά ουσιαστικά δημοκρατία, το σύστημα τού πετά ένα ψίχουλο δημοκρατίας, η κατάσταση «ξεφουσκώνει», αποσυμπιέζεται, τέλος…

Κι ας μην ξεχνάμε κάτι βασικό: ο καπιταλισμός σε φάση καλπάζουσας παγκοσμιοποίησης είναι βαθύτατα αντιφασιστικός, αντιρατσιστικός, αντισεξιστικός ή ό,τι άλλο, γιατί έτσι τον συμφέρει: χρησιμοποιεί τα ιδεολογήματα αυτά που από δεκαετίες τα ενσωμάτωσε μαζί με τους φορείς τους, για να διαλύσει τοπικισμούς κι αρχαϊσμούς που υψώνονται στο διάβα του, και το κίνημα εγκλωβισμένο μέσα στις αξονικές αυτές αλλοτριώσεις του, το μόνο που καταφέρνει είναι το να παίζει τον ρόλο ενός ουραγού υπό διάλυση: εγείροντας δημοκρατικά ιδεολογήματα «ενάντια» στο σύγχρονο σύστημα, ο χώρος προσπαθεί μάταια να «κομίσει» γλαύκας εις Αθήνας, ή αλλιώς μοιάζει καταπληκτικά με τον εγγονό που θέλει να δείξει στον παππού πού είναι «το έτσι» της γιαγιάς.

Το σύστημα είναι εχθρός μας όχι επειδή δεν είναι δημοκρατικό αλλά, ακριβώς, επειδή είναι.

Κάποια στιγμή οι ελευθεριακοί, οι αντιεξουσιαστές και όσοι τέλος πάντων επιθυμούν την επαναστατική μετατροπή της κοινωνίας, πρέπει να καταλάβουν πως οι εργοδότες και τα ΜΑΤ που συναντούν μπροστά τους στην δουλειά και στον δρόμο, καμία δεν έχουν σχέση με κάποιον «φασισμό», που έτσι κι αλλιώς «βούτηξε» στο χρονοντούλαπο της ιστορίας ήδη από το 1974: τα ΜΑΤ είναι τα όργανα καταστολής της σύγχρονης κοινωνίας του θεάματος, που έχει τόση σχέση με τον φασισμό, όσο το internet με κάποιο ταχυδρομικό περιστέρι: και δεν φαντάζομαι να ‘χει κανείς αντίρρηση, πως αν στα γεγονότα του Μαρτίου [σ. Θ&Δ: 2007] αντί για τα ΜΑΤ είχαμε μπροστά μας τους μελανοχίτωνες του Μουσολίνι ή τα εσ-ντε του Χίτλερ, στην περίπτωση αυτή τα κοφίνια μας ούτε η πλατεία Συντάγματος δεν θα τα χωρούσε…

Είναι ίσως λοιπόν «καλύτερη» η δημοκρατία από τον φασισμό; ΟΧΙ, είναι μονάχα διαφορετική, γιατί η κυριαρχία της δεν βασίζεται στην ανοιχτή βία, είναι πολύ έξυπνη για να κάνει κάτι τέτοιο: είμαστε άραγε κι εμείς έστω και λίγο ξύπνιοι για να καταλάβουμε τελικά πως η δημοκρατία κυριαρχεί βασισμένη στο θέαμα, στην τεχνολογικά εξοπλισμένη παραπλάνηση;

Κι όμως, τα ΟΛΕΘΡΙΑ αποτελέσματα που παράγονται από την χρήση που υφίσταται ο χώρος από τα αντιφασιστικά ιδεολογήματα, παν ακόμα μακρύτερα: γιατί επαναφέροντας ιδεολογήματα μιας παρωχημένης εποχής, φετιχικά και υποσυνείδητα ταυτόχρονα, επαναφέρεις και τις αντίστοιχες, εξίσου παρωχημένες πρακτικές τους: αντιφασισμός λοιπόν: Βαρκελώνη ’36, συνεπώς μαθηματικά και άκριτα, ηρωικά κατά μέτωπο γιουρούσια και οδοφράγματα: το πόσο μάταια κι αναχρονιστική είναι η «μαγεμένη» επαναφορά της πρακτικής που αντιστοιχούσε στον αντιφασισμό της εποχής εκείνης το διαπιστώνεις άμεσα, συγκρίνοντας τις κραυγαλέες πολεοδομικές διαφορές του 1936 με το σήμερα: για όποιον έχει περπατήσει στις «ράμπλας» και στα «μπάριος» της Βαρκελώνης, που σαν διατηρητέα έμειναν απαράλλακτα μέσα στο πέρασμα του χρόνου, γίνεται αμέσως φανερό πως για ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό οδόφραγμα που θα κόψει την πόλη στα δύο, ένα αναποδογυρισμένο διπλό κρεβάτι και δύο καρέκλες είναι αρκετά: το ίδιο και στην Σεβίλλη, ή στο παρισινό Καρτιέ Λατέν, όπου απλώνοντας τα χέρια σου δίχως καμιά υπερβολή, ακουμπάς τους οριοθετικούς του δρόμου τοίχους των σπιτιών: κι ας μην ξεχνάμε πως τον «παλιό εκείνο τον καιρό» πέρα από τις τεράστιες, τις πλατιές σύγχρονες λεωφόρους, ήταν εξίσου ανύπαρκτα τα δακρυγόνα, τα ελικόπτερα και τα τανκς.

Και συνυπολογίζοντας το βασικότερο, το γεγονός δηλαδή πως οι εξεγερμένοι ήσαν και πολλαπλάσιοι, αλλά και άπειρες φορές πιο αποφασισμένοι σε σύγκριση με τους σημερινούς, γίνεται ολοφάνερο το πόσο μάταιη είναι η υποσυνείδητη, η υπνωτική, επαναφορά των αντίστοιχων στον αντιφασισμό πρακτικών στις σύγχρονες συνθήκες. Γεγονός που κάθε άλλο παρά στενοχωρεί το σύστημα, που, όπως απέδειξε τα τελευταία 20 με 25 χρόνια, μπορεί λίγο-πολύ άνετα να χειριστεί στρατηγικά κάθε περίπτωση ανεγκέφαλης και μετωπικής με αυτό αντιπαράθεσης.

Λυπάμαι που σας κακοκαρδίζω φίλοι μου, δεν ξέρω αν τελικά νικήσει ο «τρόμος», αλλά το μόνο σίγουρο είναι πως δεν θα νικήσει ο «δρόμος», απλά γιατί διαπλατύνθηκε…

Σαν συμπέρασμα το αντιφασιστικό αξονικό του χώρου ζήτημα, το μόνο που καταφέρνει είναι να τον αφοπλίζει κριτικοπρακτικά, βάζοντάς τον να «παίξει» σε τομείς που από κάθε άποψη κι από πολύν καιρό έχει κυριαρχικά «ρεζερβάρει» το σύστημα.

Εχθρός από δεκαετίες τώρα δεν είναι πια ο ανύπαρκτος εξάλλου φασισμός αλλά ο σύγχρονος θεαματικός καπιταλισμός, και αν κάποιοι είναι κριτικά ανεπαρκείς να τον αναλύσουν ώστε να τον πολεμήσουν, ή απλά απρόθυμοι να το κάνουν, πρέπει τουλάχιστον άμεσα να σταματήσουν να καλύπτουν την προσωπική τους ανικανότητα ή τις πονηρές τους business πίσω από τον απλοϊκό αποπροσανατολισμό του χώρου, που οι ίδιοι, χρόνια τώρα, επιχειρούν, πετώντας τον από το ένα αδιέξοδο ιδεολόγημα στο άλλο.

«Καθαρές» έννοιες, όπως «φασισμός», «ελευθερία» και «καταπίεση», δεν υπάρχουν σαν διαχρονικές, αλλά μονάχα σε άμεση συνάρτηση με την εποχή τους: κάθε εποχή δημιουργεί την δική της επανάσταση και τους λεκτικούς όρους που την περιγράφουν: ο φασισμός είναι ένα συγκεκριμένο ιστορικό συμβάν που ξετυλίχτηκε σε εξίσου συγκεκριμένους τόπους και χρόνους, και ο όρος αυτός δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για να περιγράψει σύγχρονα φαινόμενα, γιατί, όπως είδαμε, μονάχα σύγχυση η χρήση αυτή εγγυάται: κι άμα καμιά φορά ακούμε όρους όπως «ελευθερία» ή «καταπίεση» να αναφέρονται γενικά, διαχρονικά και αόριστα, ας είμαστε σίγουροι πως δεν προστίθενται στο μαργαριταρόστεμμα της επαναστατικής διαλεκτικής, αλλά σαν μια ακόμα φτυσιά στην σιχαμερή σαλιάρα της παπαδίστικης μεταφυσικής της ιδεολογίας.

Τα αξονικά του χώρου αυτά ιδεολογήματα αποτελούν ξεκάθαρα κομμάτια του συστήματος, που υιοθετώντας τα κινδυνεύει άμεσα, αν δεν έχει ήδη συμβεί, να ενσωματωθεί αμετάκλητα σ’ αυτό: το να υποβαθμίζεις το κίνημα σε ρόλο ψαριού-πιλότου, που ζει από τις τροφές που απομένουν στα δόντια του καρχαρία, ενέχει ακριβώς τον ίδιο κίνδυνο μιας βαρκούλας που βρίσκεται στα απόνερα ενός Τιτανικού: πρακτικά, όποιος τρέφεται από τις βραχυπρόθεσμα υπό εξαφάνιση δευτερεύουσες ανεπάρκειες του συστήματος, η ολοκλήρωση του τελευταίου de facto τον καταδικάζει σε εξαφάνιση, κάτω από τις σωρευτικές συνέπειες της διαλεκτικής του «ασιτίας».

Κατηγορίες:Blogroll, Εικονομία, Ιδέες Ετικέτες: ,
  1. 30/10/2007 στο 19:03

    Ε-ξ-αι-ρ-ε-τ-ι-κ-ό! Επιτέλους κάποιος τα λέει σ’ αυτούς που ΠΡΕΠΕΙ να τα ακούσουν- και μάλιστα στην ΓΛΩΣΣΑ τους. Το κείμενο λειτουργεί- πραγματικά- ως ανάσα για τον χώρο.

    Για άλλη μια φορά υποβάλω τα σέβη μου.

    Υ.Γ. Χρήστο, καμιά μπύρα πότε θα πιούμ’?

  2. 30/10/2007 στο 20:23

    Οι καταστασιακοί κάνουν την μεγάλη θεωρητική επιστροφή; 🙂

  3. 30/10/2007 στο 22:37

    @ Σκαντζόχοιρος

    Καλό κειμενάκι. Ολίγον τι προχειρογραμμένο, αλλά καλό. Αυτοί που είναι να το ακούσουν θα το ακούσουν. Κάποια στιγμή θα ανεβάσω και τα υπόλοιπα κείμενα του φυλλαδίου, έτσι για να υπάρχουν κάπου μαζεμένα.

    ΥΓ. Με τέτοιο γαϊδουροκαλόκαιρο και μπύρες θα πιούμε, και ούζα θα πιούμε, και στο [άδειο] Ηρώδειο θα πάμε ν’ ακούσουμε τη Χοντρή να τραγουδάει [κατά προτίμηση τον ύμνο του ΠΑΣΟΚ]. 😆

    @ Εξαποδώ

    Οι εν Ελλάδι καταστασιακοί κοιμούνται. Εδώ συνεχίζουν να γράφουν για τον «άνθρωπο των γραμμάτων» Ντεμπόρ τετρασέλιδα αφιερώματα σε δεξιές εφημερίδες.

    Δες το: Γκυ Ντεμπόρ: 40 χρόνια “Κοινωνία του Θεάματος”

    Ο Παπαράλλης με τους δικούς του κάτι ψάχνει. Και λένε πολύ ενδιαφέροντα πραγματάκια.

  4. bfo
    01/11/2007 στο 00:04

    Πολύ καλό κείμενο.

    Επιτέλους δυο-τρία πράγματα σωστά ειπωμένα για την όλη καθίζηση του φερόμενου (sic) ως «αντιεξουσιαστικού» χώρου.

  1. 05/02/2008 στο 12:35
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.